- υπασπιστήριο
- τοτο γραφείο του υπασπιστή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπασπιστήριο — το, Ν το γραφείο ή η έδρα τού υπασπιστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπασπιστής + κατάλ. τήριο*. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπασπιστήριον, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek